θῠσανος

θῠσανος
θῠσανος
Grammatical information: m.
Meaning: `tassels, fringe' (Il.)
Other forms: gew. pl. -οι; on θυσσανόεις s. below
Derivatives: θυσσανόεις (Il.; on -σσ- s. below), θυσανωτός (Hdt., J.) `framed with tassels', θυσανώδης `tassel-like' (Thphr.), -ηδόν adv. `id.' (Ael.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical word in -ανος (Chantraine Formation 200). Acc. to Persson Beitr. 1, 45 from *θύσσα, from *θύθ-ι̯α, identical with Latv. duša `bundle of straw etc.'; IE *dhudh-i̯ă. A primary yot-present in θύσσεται τινάσσεται H, but Latte states that the word is an invention of grammarians to explain θύσανος. Skt. dúdhi- `tempestuous' and several Germ. words; s. Pok. 264f., but the meaning of these words is far off; a separate IE *dhudh- can hardly be reconstructed. - Older suggestions in Bq. - The word seems hardly IE. The variation σ\/σσ rather points to Pre-Greek (Fur. 387, who refers to e.g. ᾽Ὀδυσ(σ)εύς), which is understandable for a word of this meaning.
Page in Frisk: 1,697

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σανός — σανός, ο και σανό, το (λ. σλαβ.), θερισμένο ξερό χόρτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σανός — Κομμένο και αποξηραμένο χόρτο που χρησιμοποιείται ως βασική τροφή των ζώων κατά τη χειμερινή περίοδο. Η κοπή του χόρτου, με τα χέρια ή με χορτοκοπτικές μηχανές, αρχίζει όταν έχει εξαφανιστεί η δροσιά. Το χόρτο, καθώς θερίζεται, πέφτει και… …   Dictionary of Greek

  • αθέρας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ο ένας από τους δύο Αργείους που τίμησαν τη θεά Δήμητρα όταν, κατά τη μυθολογία, έφτασε στην Αργολίδα, αναζητώντας την κόρη της Περσεφόνη, που είχε αρπαγεί από τον Πλούτωνα. Ο άλλος Αργείος λεγόταν Μύσιος. Στο ιερό που… …   Dictionary of Greek

  • αστοίβαχτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει στοιβαχτεί, δεν έχει συγκεντρωθεί σε στοίβα, σε σωρό («αστοίβαχτα ξύλα») 2. εκείνος που δεν έχει συμπιεστεί ώστε να πιάνει λιγότερο χώρο («αστοίβαχτος σανός») …   Dictionary of Greek

  • βγαλτός — και βγαρτός, ή, ό 1. αυτός που ξεριζώνεται με τράβηγμα («βγαλτός σανός» όχι θερισμένος) 2. εκείνος που αναβλύζει («βγαλτό νερό») 3. το ουδ. ως ουσ. βγαλτό, το δοθιήν, καλόγερος …   Dictionary of Greek

  • κριθάρι — Ποώδες φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι Hordeum vulgare. Έχει ύψος περίπου 1 μ. και ισχυρούς, όρθιους και λεπτούς καλάμους, με μεγάλα μεσογονάτια διαστήματα. Τα φύλλα του είναι αραιά,… …   Dictionary of Greek

  • κριθάχυρον — κριθαράχυρον, τὸ (Α) σανός κρίθινος, άχυρο από κριθάρι …   Dictionary of Greek

  • σανοπωλείο — και σανοπουλειό, το, Ν κατάστημα στο οποίο πωλείται σανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανοπώλης. Ο τ. σανοπουλειό με τροπή τού ω σε ου (πρβλ. πώλος: πουλάρι)] …   Dictionary of Greek

  • σανοπώλης — ο, Ν πωλητής σανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανός + πώλης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο περιοδικό Επετηρίς Παρνασού] …   Dictionary of Greek

  • φορβή — η, ΝΜΑ τροφή για ζώα, ιδίως κατοικίδια, νομή, ζωοτροφή νεοελλ. (ιδίως) τροφή ζώων σε ξηρή μορφή, όπως λ.χ. άχυρο, σανός κ.ά. μσν. αρχ. καύσιμη ύλη («φορβῆς ἠπανίῃ ψύχεται αὐτομάτως», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. τροφή αρπακτικών πουλιών 2. είδος τροφής για …   Dictionary of Greek

  • χιλός — και χειλός, ό, και κατά τον Ησύχ. χιλόν, τὸ, Α 1. χλωρή τροφή για υποζύγια («τὰ δὲ κτήνη πάντα χιλῷ ἔνδον ἐτρέφοντο», Ξεν.) 2. νομή, βοσκή 3. (σε συνεκφορά με το ξηρός) σανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με τα: τσεχ. žir «θρέψη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”